-
1 ἀποίχομαι
A to be gone away, to be far from, keep aloof from a thing, c. gen.,ἀποίχονται πολέμοιο Il.11.408
; ἀποίχεαι ἀνδρός hast forsaken him, 19.342.2 abs., to be gone, to have departed, ὅπως δὴ δηρὸν ἀποίχεται how long he has been gone, Od.4.109; , cf. 1.253; περὶ πατρὸς ἀποιχομένοιο ἐρέσθαι his absent father, 1.135, cf. E.Hel. 1306 (lyr.);ἀ. εἰς τάξιν πάλιν Id.Heracl. 818
: imper. begone!Hecat.
30 J.3 to have perished,ἀποίχεται χάρις E. HF 134
(lyr.); of persons, to be dead and gone,ἀπολιπών μ' ἀποίχεται Ar.Ra.83
; in full, ἀ. βιότοιο v.l. in AP10.59 (Pall.); οἱ ἀποιχόμενοι, = οἱ τελευτήσαντες, Pi.P.1.93, cf. 3.3, SIG1219.10 (iii B.C.).4 μηνὸς ἀποιχομένου, = φθίνοντος, Arat.810.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀποίχομαι
Перевод: с греческого на английский
с английского на греческий- С английского на:
- Греческий
- С греческого на:
- Английский